- ισομορφία
- η , ισομορφισμός ο хим. изоморфизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ισομορφία — η 1. ομοιότητα στη μορφή, ομοιομορφία 2. (ορυκτ.) φαινόμενο κατά το οποίο ουσίες με ανάλογη χημική σύσταση παρουσιάζουν τις ίδιες περίπου κρυσταλλογραφικές σταθερές … Dictionary of Greek
ισομορφισμός — Φαινόμενο που βασίζεται στο γεγονός ότι δύο ουσίες που διαφέρουν ως προς τη χημική σύσταση έχουν τον ίδιο τύπο κρυσταλλικού πλέγματος. Ο ι. παρατηρείται, για παράδειγμα, σε ουσίες του τύπου ανθρακικού ασβεστίου και ανθρακικού ψευδαργύρου·… … Dictionary of Greek